παλιόσπιτο

παλιόσπιτο
το
1. παλιό ή μικρής αξίας σπίτι: Ένα παλιόσπιτο ήταν το μόνο καταφύγιο (Ψυχάρης).
2. μτφ., οίκος ανοχής, πορνείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλιόσπιτο — το (Μ παλαιόσπιτον) παλιό και φθαρμένο σπίτι νεοελλ. 1. σπίτι μικρής αξίας 2. οίκος ανοχής, πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + σπίτι] …   Dictionary of Greek

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλαιόσπιτον — παλαιόσπιτον, τὸ (Μ) βλ. παλιόσπιτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”